καθιερώνω

καθιερώνω
[-ώ (ο)] μκτ.
1) устанавливать, вводить; учреждать; 2) освящать (храм и т. п.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "καθιερώνω" в других словарях:

  • καθιερώνω — καθιερώνω, καθιέρωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • καθιερώνω — (AM καθιερῶ, όω, Α ιων. τ. κατιρῶ, όω) 1. αφιερώνω κάτι σε θεό, τό καθαγιάζω, τό καθορίζω ως ιερό («τῆ μὲν γὰρ Ἀθηναίᾳ καθιέρωσεν εἰς ἀναθήματα πεντακισχιλίους στατῆρας», Λυσ.) 2. καθιστώ ή καθορίζω κάτι ως ιερό, καθαγιάζω, καθοσιώνω 3. θεσπίζω… …   Dictionary of Greek

  • καθιερώνω — καθιέρωσα, καθιερώθηκα, καθιερωμένος 1. καθαγιάζω, αφιερώνω κάτι στο θεό: Ο τόπος αυτός καθιερώθηκε για λατρεία του θεού. 2. καθιστώ κάτι νόμιμο και παραδεκτό: Είναι πλέον καθιερωμένο να πηγαίνουμε δώρα στις γιορτές των φίλων και συγγενών μας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καθιδρύω — (AM καθιδρύω) θεμελιώνω, χτίζω, ανεγείρω, ιδρύω («ὑπ αὐτὴν τὴν ἀκρόπολιν γυμνάσιον καθίδρυσε», ΠΔ) νεοελλ. καθιερώνω, θεσπίζω μσν. αρχ. παθ. καθιδρύομαι κατοικώ, εγκαθίσταμαι κάπου αρχ. 1. βάζω κάποιον να καθίσει, καθίζω κάποιον («Τηλέμαχος δ… …   Dictionary of Greek

  • αθλοθετώ — ( έω) (Α ἀθλοθετῶ) [ἀθλοθέτης] απονέμω ή καθιερώνω βραβείο αγώνων …   Dictionary of Greek

  • ακαθιέρωτος — η, ο (Α ἀκαθιέρωτος, ον) [καθιερώνω] 1. ακαθαγίαστος* 2. αυτός που δεν έχει καθιερωθεί, θεσμοθετηθεί ή αναγνωριστεί επίσημα με συνεχή χρήση …   Dictionary of Greek

  • αποτέμνω — (AM ἀποτέμνω) κόβω, αποκόπτω, αποχωρίζω αρχ. μσν. ( ομαι) ευνουχίζομαι αρχ. Ι. 1. (με γεωγρ. σημασία) χωρίζω, διαιρώ 2. (για συζήτηση) απομονώνω, θέτω χωριστά II. ( ομαι) 1. αποχωρίζω κάτι από την κοινή χρήση, αφιερώνω, καθιερώνω 2. αποχωρίζω για …   Dictionary of Greek

  • αφίημι — ἀφίημι (AM) 1. παύω να κρατώ ή να έχω κάτι, αφήνω 2. επιτρέπω σε κάποιον να κάνει κάτι, ανέχομαι 3. απαλλάσσω, συγχωρώ αρχ. Ι. 1. ρίχνω, βάλλω, εξακοντίζω 2. (για υγρά) αφήνω κάτι να κυλήσει, να ρεύσει 3. (για ζωντανούς οργανισμούς) αποβάλλω,… …   Dictionary of Greek

  • αφηρωίζω — (Α ἀφηρωΐζω) καθιερώνω επίσημα κάποιον ως ήρωα …   Dictionary of Greek

  • αφοσιώνω — (AM ἀφοσιῶ, όω, Α και ἀποσιῶ, ιων. τ.) αφιερώνω, διαθέτω εξ ολοκλήρου νεοελλ. ( ώνομαι) 1. προσφέρω τον εαυτό μου εξολοκλήρου σε κάποιον 2. απασχολούμαι ή επιδίδομαι σε κάτι με πολύ ζήλο 3. (η μτχ.) αφοσιωμένος, η, ο ένθερμος φίλος, πιστός οπαδός …   Dictionary of Greek

  • εγκαινίζω — ἐγκαινίζω (AM) 1. καθιερώνω, εγκαθιδρύω 2. ανανεώνω, καινοτομώ 3. επιβάλλω ποινή·|| αρχ. αποκαθιστώ στην προηγούμενη καλή κατάσταση …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»